δυναμωτικός

δυναμωτικός
-ή, -ό (AM δυναμωτικός, -ή, -όν)
αυτός που δίνει δύναμη, τονωτικός («δυναμωτική τροφή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δυναμωτικό
τονωτικό φάρμακο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δυναμωτικός — ή, ό αυτός που δίνει δύναμη, τονωτικός: Το μέλι είναι πολύ δυναμωτικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυναμωτικόν — δυναμωτικός strengthening masc acc sg δυναμωτικός strengthening neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναληπτικός — ή, ό (Α ἀναληπτικός, ή, όν) [ἀναλαμβάνω] (στην Ιατρ.) 1. αυτός που συντελεί στην ανάρρωση, δυναμωτικός, τονωτικός 2. (ο πληθυντικός τού ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αναλγητικά* νεοελλ. 1. (για χρηματικές καταθέσεις) αυτός που επιστρέφεται σε πρώτη …   Dictionary of Greek

  • ευκάρδιος — εὐκάρδιος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει γενναία καρδιά, ο θαρραλέος, ο τολμηρός 2. (για ίππο) σφριγηλός, θυμοειδής 3. ο καλός για το στομάχι 3. αυτός που δυναμώνει την καρδιά, ο δυναμωτικός. επίρρ... εὐκαρδίως με γενναία καρδιά, θαρραλέα, τολμηρά.… …   Dictionary of Greek

  • ζώπυρος — (τέλη 5ου αι. – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Πέρσης ευγενής. Υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του σφετεριστή του θρόνου Γαυμάτα και στην ανακήρυξη του Δαρείου Α’ σε βασιλιά. Ήταν τόσο πιστός στον Δαρείο, ώστε όταν αυτός πολιορκούσε τη Βαβυλώνα επί 20 μήνες …   Dictionary of Greek

  • ισχυροποιός — ἰσχυροποιός, όν (Α) αυτός που καθιστά κάτι ισχυρό, ενισχυτικός, δυναμωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ενοχο ποιός, ξηρο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • ισχυτήριος — ἰσχυτήριος, ία, ον (Α) [ισχύω] αυτός που ενισχύει τον οργανισμό, τονωτικός, δυναμωτικός …   Dictionary of Greek

  • κομιστικός — ή, ό (Α κομιστικός, ή, όν) [κομίζω] ο κατάλληλος να μεταφέρει κάτι νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κομιστικά οι δαπάνες μεταφοράς, τα μεταφορικά, τα κόμιστρα αρχ. 1. ο κατάλληλος για φροντίδα 2. (για τροφές και φάρμακα) δυναμωτικός …   Dictionary of Greek

  • κρατυντήριος — κρατυντήριος, ία, ον (Α) 1. ικανός ή κατάλληλος να ισχυροποιεί, δυναμωτικός («κρατυντήριος κλισμός», Ιπποκρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Κρατυντήρια τίτλος έργου τού Δημοκρίτου, στο οποίο ο φιλόσοφος ανέλυε τη διδασκαλία του 3. (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

  • κρατυντικός — κρατυντικός, ή, όν (Α) [κρατύνω] δυναμωτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”